- κιστη
- κίστηἡ ящик или корзина Hom., Arph., Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κίστη — basket fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίστῃ — κίστη basket fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών … Dictionary of Greek
κίσται — κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίσταις — κίστη basket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίστην — κίστη basket fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίστης — κίστη basket fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
κίστας — κίστᾱς , κίστη basket fem acc pl κίστᾱς , κίστη basket fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίστᾳ — κίσται , κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cist — For the Mediterranean flower, see Cistaceae. For the American Civil War general, see Henry M. Cist. For a sac of tissue in the body, see Cyst. Kistvaen on the southern edge of Dartmoor in Drizzlecombe (England) showing the capstone and the inner… … Wikipedia